κρατυσμός

κρατυσμός
κρατυσμός
strength
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρατυσμός — κρατυσμός, ὁ (Α) [κρατύνω] ισχυροποίηση, ενδυνάμωση …   Dictionary of Greek

  • παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”